- μεταδόρπιος
- μεταδόρπιος, -ον (Α)1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού δείπνου ή μετά το δείπνο2. αυτός που κάνει κάτι μετά το δείπνο3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόρπιοντο έδεσμα που προσφέρεται μετά το κύριο φαγητό, το επιδόρπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + δόρπιος (< δόρπον «το απογευματινό»), πρβλ. επι-δόρπιος].
Dictionary of Greek. 2013.